- ετεροϋπόστατος
- ἑτεροϋπόστατος, -ον (Μ)αυτός που έχει άλλη υπόσταση, διαφορετική ουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + υπόστατος, πρβλ. αν-υπόστατος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek